Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουδουνίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουδουνίζω [kuδunízo] Ρ2.1α & κουδουνάω [kuδunáo] Ρ10.1α : για αντικείμενο που, όταν το χτυπάμε, παράγει ένα μεταλλικό ήχο παρόμοιο με τον ήχο του κουδουνιού: Tο κρύσταλλο κουδουνίζει χαρακτηριστικά. Περπατούσε κουδουνίζοντας τα κλειδιά του / μερικά νομίσματα στις τσέπες του. || Tο τηλέφωνο / το ξυπνητήρι κουδουνίζει ασταμάτητα. ΦΡ κουδουνίζει η τσέπη του, έχει πολλά χρήματα. || (μτφ.): Tο κεφάλι μου κουδουνίζει, είναι βαρύ και βουίζει, έχω πονοκέφαλο συνήθ. από φασαρία, πολυλογία, οινοποσία κτλ.

[μσν. κωδωνίζω < κώδων (δες κώδωνας) -ίζω ( [o > u] κατά το κουδούνικουδουν(ίζω) μεταπλ. > -άω με βάση το συνοπτ. θ. κουδουνισ-]

[Λεξικό Κριαρά]
κουδουνίζω.
  • Α´ (Αμτβ.) βγάζω μεταλλικό ήχο σαν από κουδούνι:
    • τ’ άρματά του κτύπησαν, έμορφα κουδουνίσαν (Θησ. Ζ´ [465]).
  • Β´ (Μτβ.) διασύρω, εμπαίζω δημόσια κάπ.:
    • (Σαχλ. Β´ PM 672).

[<αρχ. κωδωνίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες