Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβεντολόι το [kuvendolói] Ο45 : συζήτηση χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις που τραβάει σε μάκρος, δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και περιστρέφεται γύρω από πολλά και διάφορα θέματα: Άμα πιάσουν το ~ ξεχνούν να φάνε. Στήσανε ένα ~, με τις ώρες.
[κουβέντ(α) -ο- + -λόι]