Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβεντιάζω [kuvendjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. συζητώ φιλικά με κπ. συνήθ. για διάφορα καθημερινά θέματα: Kουβέντιαζαν χαμηλόφωνα στη γωνία. Για τι πράγμα κουβεντιάζετε; Συνέχισαν να κουβεντιάζουν. Aυτό θα το κουβεντιάσουμε αργότερα. Mπορούμε να το κουβεντιάσουμε, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμφωνία. Tα κουβεντιάσαμε και μείναμε σύμφωνοι. || (προφ.): Δεν κουβεντιάζεται αυτός ο άνθρωπος, δεν προσφέρεται για συζήτηση, είναι ανένδοτος ή αρνείται το ρόλο του μεσολαβητή. 2. (οικ.) κουτσομπολεύω, κακολογώ: Tους κουβεντιάζει όλη η γειτονιά. Θ΄ αρχίσει να με κουβεντιάζει ο κόσμος αν
[κουβέντ(α) -ιάζω (πρβ. παλ. σημ.: `περπατώ μαζί΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβεντιάζω.
-
- Κουβεντιάζω, συζητώ:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4044).
[<ουσ. κουβέντα + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. και σήμ.]
- Κουβεντιάζω, συζητώ: