Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβαριάζω [kuvarjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τυλίγω νήμα και σχηματίζω κουβάρι. 2. (μτφ., οικ.) α. για ρούχα που έχουν τσαλακωθεί πάρα πολύ: Tα κουβάριασες / κουβαριάστηκαν τα ρούχα μέσα στη βαλίτσα. β. (παθ.) για άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει από τα γηρατειά: Προχωρούσε κουβαριασμένος. H γριά κουβαριάστηκε σε μια γωνιά.
[κουβάρ(ι) -ιάζω]