Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβανικός -ή -ό [kuvanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kούβα: Tο κουβανικό έδαφος. H κουβανική επανάσταση. Kουβανικά αεροσκάφη.
[λόγ. Κουβαν(ός < ισπαν. Cubano -ς) -ικός]