Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβαλητός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κουβαλητός, επίθ.
  • Που μεταφέρεται από άλλους:
    • επήγεν κουβαλητός εις την Αμμόχουστον (Βουστρ. 17212).

[<κουβαλώ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβαλητός -ή -ό [kuvalitós] Ε1 : 1. (προφ.) για κπ. που τον μεταφέρουν άλλοι, γιατί δεν μπορεί να κινηθεί μόνος του: Tον έφεραν κουβαλητό. 2. για κπ. που τον αναγκάζουν να πάει κάπου, που τον πηγαίνουν με το ζόρι, χωρίς τη θέλησή του.

[μσν. κουβαλητός < κουβαλη- (κουβαλώ) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες