Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβάς ο [kuvás] Ο1 : α. μεταλλικό ή πλαστικό κυλινδρικό δοχείο συνήθ. πλατύτερο στα χείλη απ΄ ό,τι στη βάση, με χερούλι, για την άντληση ή τη μεταφορά νερού. β. περιστρεφόμενο δοχείο της μπετονιέρας, όπου ανακατεύονται τα υλικά για την παρασκευή κονιαμάτων.
κουβαδάκι το YΠΟKΟΡ μικρός κουβάς, κυρίως ως παιδικό παιχνίδι: Tα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα κουβαδάκια τους. [μσν. κουβάς < τουρκ. kova -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουβάς ο.
-
- Kάδος:
- (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. δ´ 11 σχόλ).
[<τουρκ. kova. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Kάδος: