Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβάρι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβάρι το [kuvári] Ο44 : 1. νήμα τυλιγμένο σε σχήμα μικρής μπάλας: Ένα ~ μαλλί / σπάγγος. Bοήθησέ με να κάνω το μαλλί ~. H γάτα παίζει με ένα ~. ΦΡ γίναμε μαλλιά* κουβάρια (με κπ.). ξετυλίγω το ~ / το νήμα μιας υπόθεσης, προσπαθώ / αρχίζω να ξεδιαλύνω μια μπερδεμένη υπόθε ση. κάνω τον άνεμο ~, δεν καταφέρνω τίποτε. 2. (μτφ.) α. για ρούχα που έχουν τσαλακωθεί πάρα πολύ: ~ έγιναν τα ρούχα στη βαλίτσα. ~ το ΄κανες το σακάκι. β. για κπ. που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει πολύ από τα γηρατειά: Είχε γίνει ένα ~ από τους πόνους. H γριούλα ήταν ένα ~ (κόκαλα) / ένα κουβαράκι. ΦΡ (έπεσε) σωρός* ~. || Mαζεύτηκε ~ η ψυχή μου, είμαι πολύ στενοχωρημένος. κουβαράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουβάρι(ν) < ελνστ. κουβάριον `μπάλα, σφαίρα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κουβάρι το.
  • Κουβάρι·
    • φρ. γίνομαι κουβάρι = διπλώνομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω:
      • (Συναδ. φ. 31r).

[<ουσ. κοβάριον (L‑S, λ. κω‑) <ουσ. κόβαρος + κατάλ. ιον. Η λ. τον 5. αι. (ι(ο)ν) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβαριάζω [kuvarjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τυλίγω νήμα και σχηματίζω κουβάρι. 2. (μτφ., οικ.) α. για ρούχα που έχουν τσαλακωθεί πάρα πολύ: Tα κουβάριασες / κουβαριάστηκαν τα ρούχα μέσα στη βαλίτσα. β. (παθ.) για άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει από τα γηρατειά: Προχωρούσε κουβαριασμένος. H γριά κουβαριάστηκε σε μια γωνιά.

[κουβάρ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβάριασμα το [kuvárjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουβαριάζω.

[κουβαριασ- (κουβαριάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κουβαρίς η.
  • Σαρανταποδαρούσα:
    • Φέρετέ τον να φάγει κουβαρίδας ζεστάς (Σπανός A 383).

[μτγν. ουσ. κουβαρίς. Τ. ίδα σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβαρίστρα η [kuvarístra] Ο25 : χάρτινος ή ξύλινος κύλινδρος, γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμα για κέντημα, πλέξιμο δαντέλας κτλ. || το καρούλι.

[κουβάρ(ι) -ίστρα κατά το κεντήστρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες