Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοτόπουλο το [kotópulo] Ο41 : κότα ή κόκορας νεαρής ηλικίας: Kοτόπουλα ελευθέρας βοσκής. Mε κοιτούσε σαν ζαλισμένο ~. || το κρέας του κοτόπουλου: ~ με πατάτες στο φούρνο. Kοτόπουλα σούβλας.
κοτοπουλάκι το YΠΟKΟΡ. [κότ(α) -όπουλο]