Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτσίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοτσίδα η [kotsíδa] Ο26 : είδος χτενίσματος για μακριά μαλλιά, όπου τρεις τούφες πλέκονται και συγκρατιούνται στην άκρη με κορδέλα, κοκαλάκι κτλ.· πλεξίδα: Έκανε τα μαλλιά της κοτσίδες / μια χοντρή ~. || για κτ. που είναι πλεγμένο σαν κοτσίδα. κοτσιδούλα η YΠΟKΟΡ. κοτσιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως *κοτίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] < αρχ. (δωρ. διάλ.) κοττίς, αιτ. -ίδα `κεφάλι΄ ή < σλαβ. kositsa ( [-sí-] ) `πλεξούδα΄ (δες και κότσοςκοτσίδ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες