Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμώ [kozmó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (λόγ.) στολίζω: H πόλη μας κοσμείται από λαμπρά κτίρια. Aγάλματα κοσμούν την πρόσοψη του κτιρίου. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. του οποίου η ύπαρξη προσδίδει κύρος ή αξία, τιμά ή δοξάζει το σύνολο στο οποίο ανήκει: Ο τάδε κοσμεί την ελληνική επιστήμη.
[λόγ. < αρχ. κοσμῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοσμώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Βάζω σε τάξη:
- (Διγ. Gr. 3522).
- 2) Στολίζω, εξωραΐζω:
- Τον όροφον εκόσμησεν εκ λίθων και μαργάρων (Διγ. Z 3855).
- 1) Βάζω σε τάξη:
- II. (Μέσ.) διακρίνομαι (από κ.)· είμαι έξοχος, θαυμαστός:
- αρετῄ πολεμικῄ και τάξει κοσμημένος (Ριμ. Βελ. ρ 22).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = καταστόλιστος:
- σπαθία κοσμημένα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 81).
[αρχ. κοσμέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.