Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοσμοσωτήριος, επίθ.
-
- Που προσφέρει σωτηρία:
- προς τον κοσμοσωτήριον προσέδραμον λιμένα (Προδρ. III 9).
[<ουσ. κόσμος + επίθ. σωτήριος. Η λ. στο Lampe και σήμ.]
- Που προσφέρει σωτηρία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμοσωτήριος -α -ο [kozmosotírios] Ε6 : που έγινε για τη σωτηρία του ανθρώπου ή που έχει ως συνέπεια τη σωτηρία του ανθρώπου: Tο κοσμοσωτήριο έργο του Xριστού. Tο κοσμοσωτήριο άγγελμα της Aνάστασης. Kοσμοσωτήρια επανάσταση.
[λόγ. < ελνστ. κοσμοσωτήριος]