Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμοσυρροή η [kozmosiroí] Ο29 : πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί, συρρεύσει σε ένα μέρος.
[λόγ. κοσμο- + συρροή απόδ. γαλλ. affluence]