Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμοπολιτισμός ο [kozmopolitizmós] Ο17 : ο τρόπος ζωής και σκέψης του κοσμοπολίτη, που χαρακτηρίζεται από τα συχνά ταξίδια στις μοντέρνες, κυρίως, μεγαλουπόλεις και από την άνετη προσαρμογή σε διαφορετικές κάθε φορά νοοτροπίες, αντιλήψεις και συνήθειες.
[λόγ. < γαλλ. cosmopolitisme < ελνστ. κοσμοπολίτ(ης) -isme = -ισμός]