Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμολογικός -ή -ό [kozmolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κοσμολογία.
[λόγ. < γαλλ. cosmologique < cosmolog(ie) = κοσμολογ(ία) -ique = -ικός]