Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμοκρατορία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμοκρατορία η [kozmokratoría] Ο25 : η κυριαρχία ενός κράτους επάνω σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου και η εξουσία την οποία ασκεί σε αυτό: H ~ του Mεγάλου Aλεξάνδρου.

[λόγ. < μσν. κοσμοκρατορία < κοσμοκρατορ- (δες κοσμοκράτορας) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
κοσμοκρατορία η.
  • Κυριαρχία του κόσμου, παντοδυναμία:
    • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 75).

[<ουσ. κοσμοκράτωρ + κατάλ. ία. Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες