Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοσμοκράτωρ ο.
-
- 1) Κυρίαρχος του κόσμου:
- (Προδρ. III 226).
- 2) Aπόλυτος κυρίαρχος, δεσπότης:
- κοσμοκράτωρ γης εμής (Λίβ. Esc. 586).
[μτγν. ουσ. κοσμοκράτωρ. Τ. ‑τορας σήμ.]
- 1) Κυρίαρχος του κόσμου: