Παράλληλη αναζήτηση
48 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμο- [kozmo] & κοσμό- [kozmó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοσμ- [kozm], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις συνήθ. με αναφορά: 1. στη φιλοσοφική έννοια της λέξης κόσμος: ~αντίληψη, ~γνωσία, ~γονία, ~είδωλο, ~θεωρία. 2α. στο σύνολο των ανθρώπων: ~πλημμύρα, ~συρροή· κοσμαγάπητος, ~σύχναστος, ~σωτήριος. || με αναφορά στη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής: ~παραμυθία. || με αναφορά στα εγκόσμια, σε αντίθεση προς τη μοναστική ζωή: ~καλόγερος. β. σε όλη τη γη, σε όλο τον κόσμο, οπουδήποτε ζει και δημιουργεί ο άνθρωπος: ~γυρισμένος, ~ξακουσμένος, ~ταξιδεμένος· ~πολίτης, κοσμόπολη. 3. στον κόσμο του διαστήματος: ~ναύτης, ~ναυτική. || στο σύμπαν γενικά: ~παθολογία. 4. στα στοιχεία της φύσεως: ~χαλασιά.
[2, 4: μσν. κοσμ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. κόσμ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοσμο-γυρεύω `γυρεύω σε όλο τον κόσμο΄, κοσμο-κατάρατος & λόγ. < ελνστ. κοσμο- (< αρχ. κόσμος): ελνστ. κοσμο-σωτήριος, μσν. κοσμο-κρατορία· 1, 3: λόγ. < γαλλ. cosmo- < ελνστ. κοσμο-: κοσμο-λογία, κοσμο-ναύτης < γαλλ. cosmologie, cosmonaute & μτφρδ.: κοσμο-θεωρία < γερμ. Weltanschauung]
- κοσμοαγαπημένος, μτχ. επίθ.
-
- Που τον αγαπά ο κόσμος, κοσμαγάπητος:
- (Π. N. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253r, στ. 15).
[<ουσ. κόσμος + μτχ. παρκ. του αγαπώ]
- Που τον αγαπά ο κόσμος, κοσμαγάπητος:
- κοσμοαναγυρεύω· κοσμαναγυρεύω· κοσμοαναγυρεύγω.
-
- Α´ (Μτβ.) γυρεύω κάπ. παντού (σ’ όλο τον κόσμο):
- (Λίβ. Sc. 2304).
- Β´ (Αμτβ.) γυρίζω τον κόσμο· γυρίζω τον κόσμο ψάχνοντας, περιπλανιέμαι:
- (Λίβ. P 465).
[<ουσ. κόσμος + αναγυρεύω]
- Α´ (Μτβ.) γυρεύω κάπ. παντού (σ’ όλο τον κόσμο):
- κοσμοαντίληψη η [kozmoandílipsi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αποδέχεται κάποιος τον κόσμο ως φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
[λόγ. κοσμο- + αντίληψις (-σις > -ση) μτφρδ. γερμ. Weltanschauung]
- κοσμοβριθής -ής -ές [kozmovriθís] Ε10 : (λόγ.) για τόπο που είναι γεμάτος από κόσμο: ~ πλατεία.
[λόγ. κοσμο- + αρχ. -βριθής `που είναι γεμάτος, φορτωμένος με΄ (< ρ. βρίθω) κατά το αρχ. σιδηροβριθής `φορτωμένος με σίδερο΄]
- κοσμογέννησις η.
-
- Δημιουργία του κόσμου:
- όλην την κοσμογέννησιν και πλάσιν των ανθρώπων (Χούμνου, Κοσμογ. 7)·
- (ως τίτλ.):
- η Κοσμογέννησις μεταβαλμένη προς ρίμα (αυτ. τίτλ. κριτ. υπ).
[<ουσ. κόσμος + γέννησις]
- Δημιουργία του κόσμου:
- κοσμογονία η [kozmoγonía] Ο25 : 1. επιστημονική ή μυθολογική θεωρία με την οποία γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτεί η δημιουργία του σύμπαντος και των ουράνιων σωμάτων. 2. (μτφ.) πολύ σημαντικές, ριζικές και συνήθ. δημιουργικές αλλαγές: Tα τελευταία χρόνια έγινε πραγματική ~ στο χώρο της εκπαίδευσης.
[λόγ. < γαλλ. cosmogonie (κυριολ.) < ελνστ. κοσμογονία `δημιουργία του κόσμου΄]
- κοσμογονικός -ή -ό [kozmoγonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κοσμογονία: Kοσμογονικοί μύθοι. Kοσμογονικές αλλαγές.
[λόγ. < γαλλ. cosmogonique < cosmogon(ie) = κοσμογον(ία) -ique = -ικός]
- κοσμογραφία η [kozmoγrafía] Ο25 : στοιχειώδεις γνώσεις αστρονομίας που διδάσκονται στη μέση εκπαίδευση, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο.
[λόγ. < αρχ. κοσμογραφία `περιγραφή του κόσμου΄ (τίτλος έργου του Δημοκρίτου)]
- κοσμογραφία η.
-
- Ιστορία του κόσμου:
- (Τζάνε, Φιλον. 58913).
[αρχ. ουσ. κοσμογραφία. Η λ. και σήμ.]
- Ιστορία του κόσμου: