Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοσμικός, επίθ.
  • 1) Που ανήκει στον κόσμο, στο σύμπαν:
    • (Βίος Αλ. 519).
  • 2) Λαϊκός, πολιτικός (ως αντίθ. του εκκλησιαστικός, μοναχικός):
    • των κοσμικών μου φορεμάτων διαλυθέντων ερασοφορήσαμεν (Ψευδο-Σφρ. 56835· Βακτ. αρχιερ. 157).
  • 3) Eγκόσμιος, επίγειος (ως αντίθ. του μεταθανάτιος):
    • (Κορων., Μπούας 70
    • κοσμικήν ζωήν (Φαλιέρ., Ρίμ. 39).
  • 4) Bιοτικός, υλικός:
    • εις φροντίδες κοσμικές φθείρομεν τον καιρόν μας (Πένθ. θαν. 463).
  • 5) (Προκ. για έγγαμο ιερέα):
    • (Byz. Kleinchron. Α´ 8028).
  • Το αρσ. ως ουσ. = λαϊκός (ως αντίθ. του ιερωμένος):
    • ούτε καλόγηρος ούτε κοσμικός (Παρθεν., Γράμμ. 228).
  • Ο πληθ. του ουδ. ως ουσ. = τα εγκόσμια, η επίγεια ζωή, τα υλικά αγαθά:
    • τα ψυχικά να συντηράς, τα κοσμικά ν’ αφήσεις (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 254).

[αρχ. επίθ. κοσμικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμικός -ή -ό [kozmikós] Ε1 : I. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμοI, στον κόσμο ως σύμπαν: Kοσμικό διάστημα, το διάστημαII. Kοσμικό σύστημα, το σύνολο των ουράνιων σωμάτων. Kοσμική ακτινοβολία, σύνολο ακτινοβολιών που φτάνουν στη Γη από το διάστημα. Kοσμική σκό νη, σφαιρικά σωματίδια σκόνης τα οποία υπάρχουν στα θαλάσσια ιζήματα του πυθμένα των ωκεανών. II1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμο, ως σύνολο των ανθρώπων μιας κοινωνίας και κυρίως ως προς τις κοινωνικές εκδηλώσεις της ανώτερης συνήθ. κοινωνικής τάξης: Kοσμική κίνηση, σύνολο κοινωνικών εκδηλώσεων (δεξιώσεις, γεύματα κτλ.) με χαρακτήρα κυρίως εορταστικό. Kοσμική στήλη, σε εφημερίδα ή περιοδικό, όπου καταγράφεται η κοσμική κίνηση. Kοσμικά νέα. ~ γάμος. Ο γάμος τους ήταν ένα κοσμικό γεγονός. Kοσμική εκδήλωση. Kοσμική ζωή, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς κοσμικές εκδηλώσεις. Kοσμική κυρία και ως ουσ. η κοσμική. Kοσμική ταβέρνα. Kοσμικό κέντρο. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμοIII1, σε αντιδιαστολή προς το θρησκευτικός: H κοσμική εξουσία του πάπα, την οποία ασκεί ως ηγέτης του Bατικανού. Kοσμική τέχνη / μουσική. ~ βίος. || (ως ουσ.) ο κοσμικός, σε αντιδιαστολή κυρίως προς το μοναχός: Έγινε σύναξη μοναχών και κοσμικών.

[λόγ.: Ι: αρχ. κοσμικός & γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic < αρχ. κοσμικός· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. mondaine· ΙΙ2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες