Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμηματοπωλείο το [kozmimatopolío] Ο39 : το κατάστημα στο οποίο πωλούνται πολύτιμα κυρίως κοσμήματα: Διαρρήκτες μπήκαν σε κεντρικό ~ της πόλης και έκλεψαν όλα τα κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -πωλείον]