Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσκινίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσκινίζω [koskinízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τοποθετώ μέσα σε κόσκινο ένα υλικό σε μορφή κόκκων ή σκόνης και το κουνώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να διαχωριστούν από αυτό τα ξένα σώματα ή οι χοντρότεροι από το κανονικό κόκκοι: ~ το αλεύρι. || ~ άμμο. ΠAΡ Όποιος δε θέλει / βαριέται να ζυμώσει* δέκα μέρες κοσκινίζει. 2. (μτφ., προφ.) για τρεμουλιαστή, ασταθή κίνηση, παρόμοια με αυτή που κάνουμε όταν κοσκινίζουμε: Δεν είναι σωστά τα ζύγια και κοσκινίζει ο χαρταετός. Tο τιμόνι κοσκινίζει. 3. (μτφ.) εξετάζω εξονυχιστικά, με λεπτομέρειες: Mην κοσκινίζεις όλα τα θέματα.

[ελνστ. κοσκινίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοσκινίζω.
  • 1) Καθαρίζω περνώντας από κόσκινο:
    • (Ιερακοσ. 38312).
  • 2) Πασπαλίζω κ. κοσκινίζοντας:
    • πιάνει ένα κόσκινο γεμάτο στάχτη … και κοσκινίζει όλην την εκκλησίαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 219r).
  • 3) Κατατεμαχίζω· κατακερματίζω:
    • πονηροί δαίμονες … σε … έλαβον, ίνα κοσκινίσωσί σε (Παράφρ. Χων. 763).

[μτγν. κοσκινίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες