Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσκινάς ο [koskinás] Ο1 θηλ. κοσκινού [koskinú] Ο37 : αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα. || (θηλ.) και για τη γυναίκα του κοσκινά. ΠAΡ Kι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες*.
[μσν. κοσκινάς < κόσκιν(ο) -άς· κοσκιν(άς) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοσκινάς ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα:
- (Προδρ. III 198).
[<ουσ. κόσκινον + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα: