Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κορόνα η.
-
– Βλ. και κουρούνα (II).
- 1) Βασιλικό στέμμα:
- (Ζήν. Ε´ 178).
- 2) Στεφάνι:
- κορόνες δαφνικές (Θησ. Δ´ [443]).
- 3) Κύκλος:
- οι καβαλιέροι … μια κορόνα εκάμα κι εστέκασιν ογιά να δου (Στάθ. Γ´ 19).
- 4) Θυρεός:
- κορόναν κασσιδίου (Ιμπ. 105).
- 5)
- α) Η κορυφαία, η πρώτη (προκ. για την Παναγία):
- Xαίρε, κορόνα, της κυριάς (Ύμν. Παναγ. 1)·
- β) (μεταφ.) κόσμημα:
- ευρίσκεται (ενν. η παρθενία) κορόνα της ψυχής σου (Ιστ. Βλαχ. 1948).
- α) Η κορυφαία, η πρώτη (προκ. για την Παναγία):
- 6) Είδος νομίσματος:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 113 (6)).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27413).
[<λατ. corona <αρχ. ουσ. κορώνη. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Βασιλικό στέμμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορόνα 1 η [koróna] Ο25 : I1. (λαϊκότρ.) το στέμμα. ΦΡ ~ στο κεφάλι μου, λέγεται συνήθ. από τον ένα από τους δύο συζύγους για τον άλλο ως ένδειξη βαθύτατης εκτίμησης ή χάριν αστεϊσμού. 2α. επί βασιλείας, ως διακριτικό των ανώτερων αξιωματικών, αντίστοιχο του εθνόσημου. β. (προφ.) η μία όψη του μεταλλικού νομίσματος με ανάγλυφη εικόνα ενός ιστορικού προσώπου ή μιας προσωπικότητας, σε αντιδιαστολή προς την άλλη όψη που φέρει τα γράμματα, κυρίως στην έκφραση ~ ή γράμματα, επιλογή με βάση την τύχη, που γίνεται στρίβοντας στον αέρα ένα μεταλλικό νόμισμα, και στη ΦΡ (παίζω / ρίχνω κτ.) ~ γράμματα, ριψοκινδυνεύω. II. προστατευτικό, μεταλλικό συνήθ., κάλυμμα δοντιού.
[μσν. κορόνα αντδ. < ιταλ. corona < λατ. corona `στεφάνι, βασιλικό στέμμα΄ < αρχ. κορώνη `κουρούνα (δες λ.), στριφτό αντικείμενο σαν το ράμφος της κουρούνας, στολίδι σε ψηλό μέρος΄ (πρβ. ελνστ. κορώνη `στεφάνι΄ από λατ. επίδρ. στη σημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορόνα 2 η : ονομασία νομισματικής μονάδας ορισμένων κρατών: Σουηδική ~.
[αντδ. < ιταλ. corona, επειδή το νόμισμα απεικόνιζε στέμμα (δες στο κορόνα 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορόνα 3 η : (μουσ.) 1. μουσικό σημάδι που όταν μπαίνει επάνω από μία νότα ή μία παύση, παρατείνει τη διάρκειά της κατά βούληση. 2. στη φωνητική μουσική, το υψηλό σημείο της μελωδίας, όπου υπάρχει κορόνα1: Έβγαλε μια ~. || (μτφ.): Tελείωσε το λόγο του με μια ~, με κτ. πομπώδες και εντυπωσιακό.
[ιταλ. corona (δες κορόνα 1, από την ομοιότητα της μορφής με το σημάδι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κορονάτος ο.
-
- Είδος νομίσματος:
- (Μηλ., Οδοιπ. 642).
[<ιταλ. coronato (DEI, στη λ.2)]
- Είδος νομίσματος: