Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορωνίδα η [koroníδa] Ο26 : 1. το ανώτατο σημείο, ως επιστέγασμα ή αποκορύφωση: Ο άνθρωπος είναι η ~ της δημιουργίας. H φιλοσοφία είναι η ~ των επιστημών. 2. (γραμμ.) το σημείο της κράσης. 3. (μουσ.) κορόνα
31. [λόγ. < αρχ. κορωνίς, αιτ. -ίδα `κυρτό αντικείμενο, κόσμημα χειρογράφου, τέλειωμα, σημάδι της κράσης΄]