Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κορυφαίος, επίθ. — ουσ.
-
- 1) Ο ψηλότερος:
- τα των εκείσε δένδρων κορυφαιότατα (Ιερακοσ. 34220).
- 2)
- α) Ο πρώτος, ο σημαντικότερος:
- του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου (Δούκ. 1555)·
- β) ο επικεφαλής:
- ο κορυφαίος, τουτέστιν ο επίσκοπος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1044).
- α) Ο πρώτος, ο σημαντικότερος:
[αρχ. ουσ. κορυφαίος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ο ψηλότερος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορυφαίος -α -ο [koriféos] Ε4 : που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο μιας νοητής βαθμίδας ή αξιολογικής κλίμακας: Tα κορυφαία στελέχη του κόμματος. Kορυφαίες προσωπικότητες. Kορυφαία ηθοποιός. Ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας. Οι κορυφαίοι των Aποστόλων, οι Aπόστολοι Πέτρος και Παύλος. H κορυφαία εκδήλωση της βραδιάς ήταν η απονομή των βραβείων. H μετουσίωση των Tιμίων Δώρων είναι η κορυφαία στιγμή της Θείας Λειτουργίας. || (ως ουσ.) ο κορυφαίος, θηλ. κορυφαία, στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο επικεφαλής, ο προεξάρχων του χορού.
[λόγ. < αρχ. κορυφαῖος]