Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κορυζιάρης, επίθ.· κορυτζάρης· κορυτζιάρης.
-
- Που πάσχει από κόρυζα:
- ορνίθιν κορυζιάριν (Προδρ. IV 471).
[<ουσ. κόρυζα + κατάλ. ‑ιάρης. Τ. κορυντζάρης (<κόρυντζα, Somav., ‑ρι‑) στο Du Cange (‑άρην)]
- Που πάσχει από κόρυζα: