Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορτιζόνη η [kortizóni] Ο30 : ορμόνη των επινεφριδίων που παρασκευάζεται και τεχνητώς και χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς.
[λόγ. < αγγλ. cortis(one) -όνη]