Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορσές 1 ο [korsés] Ο13 : ελαστικό, γυναικείο κυρίως, εσώρουχο που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού, από τη μέση έως τους γλουτούς. || ορθοπεδικός ~, για την αντιμετώπιση παθήσεων της μέσης και της σπονδυλικής στήλης. ΦΡ (μου έγινε) στενός ~, για κπ. που έγινε πολύ φορτικός, πολύ πιεστικός.
[γαλλ. corse(t) -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορσές 2 ο : (οικ.) το κροσέ.
[< κροσέ με μετάθ. του [r] και μορφολ. προσαρμ. κατά τα αρσ. σε -ές]