Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορνιζάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνιζάρω [kornizáro] -ομαι Ρ6 : βάζω κορνίζα σε έναν πίνακα, σε μια φωτογραφία κτλ.

[κορνίζ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες