Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνίζα η [korníza] Ο25 : 1. ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό πλαίσιο που περιβάλλει ένα ζωγραφικό πίνακα, μια φωτογραφία, έναν καθρέφτη κτλ. και λειτουργεί κυρίως ως διακοσμητικό στοιχείο: Παλιά, σκαλιστή ~. 2. (αρχιτ.) οριζόντια διακοσμητική ταινία που περιβάλλει ως πλαίσιο τη στέγη, την οροφή ή τα ανοίγματα ενός κτιρίου και που έχει προστατευτι κό καθώς και διακοσμητικό ρόλο. 3. το ξύλινο πλαίσιο το οποίο καλύπτει το σιδηρόδρομο στις κουρτίνες. || Γύψινες κορνίζες.
[βεν. cornis(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνιζάδικο το [kornizáδiko] Ο41 : (οικ.) το κατάστημα στο οποίο κατασκευάζονται κορνίζες και στο οποίο κορνιζάρονται πίνακες, φωτογραφίες κτλ.
[κορνίζ(α) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνιζάρισμα το [kornizárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κορνιζάρω.
[κορνιζάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνιζάρω [kornizáro] -ομαι Ρ6 : βάζω κορνίζα σε έναν πίνακα, σε μια φωτογραφία κτλ.
[κορνίζ(α) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορνιζάς ο [kornizás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει ή πουλά κορνίζες.
[κορνίζ(α) -άς]