Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορνέ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνέ το [korné] Ο (άκλ.) : I. είδος γλυκίσματος από λεπτό φύλλο και κρέμα σαντιγί. II. ειδικό σκεύος σε σχήμα κωνικής σακούλας το οποίο χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική για τη διακόσμηση των γλυκισμάτων με σαντιγί ή άλλη κρέμα.

[λόγ. < γαλλ. cornet]

[Λεξικό Κριαρά]
κορνέλλα η.
  • (Ναυτ.) σκοινί του παλάγκου (δηλ. συστήματος τροχαλιών των καραβιών για την ανύψωση διαφόρων αντικειμένων):
    • (Καραβ. 49223).

[<παλαιότ. βεν. choronella]

[Λεξικό Κριαρά]
κόρνεον το.
  • Κέρας, κόρνο:
    • κόρνεον μεγαλόφωνον (Παρασπ., Βάρν. C 433).

[<ιταλ. corno ή corneo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρνερ το [kórner] Ο (άκλ.) : (ποδ.) σφάλμα του παίχτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της ομάδας του: Ο διαιτητής σφύριξε ~. || επαναφορά της μπάλας στο γήπεδο με λάκτισμα από την αντίπαλη ομάδα ως αποτέλεσμα του παραπάνω λάθους: Εκτέλεση του ~.

[αγγλ. corner]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνέτα η [kornéta] Ο25 : χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο, ανάλογο με την τρομπέτα αλλά μικρότερο σε μέγεθος.

[ιταλ. cornetta]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνετίστας ο [kornetístas] Ο3 : μουσικός ο οποίος παίζει κορνέτα.

[ιταλ. cornettista]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες