Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορνάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνάρω [kornáro] Ρ6α : ενεργοποιώ την κόρνα για να ειδοποιήσω ή για να προειδοποιήσω για κτ.: Mην κορνάρετε άσκοπα.

[κόρν(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες