Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορμάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κορμάκι το· κορμάκιν.
  • Σώμα (θωπευτ.):
    • το ελεεινόν μου το κορμάκιν (Πτωχολ. P 278· Αλεξ. 2927).

[<ουσ. κορμί + κατάλ. άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες