Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοριός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοριός ο [korjós] Ο17 : 1. μικρό παρασιτικό έντομο με πεπλατυσμένο σώ μα, το οποίο αναδίδει εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή: Kρεβάτι γεμάτο κοριούς. ΦΡ κάνω τον ψόφιο* κοριό. 2. (μτφ.) μικρός σε μέγεθος πομπός που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές.

[1: μσν. κορεός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. κόρις ὁ· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. bug]

[Λεξικό Κριαρά]
κοριός ο· κορεός· κουρεός.
  • Κοριός:
    • (Φορτουν. Α´ 82).

[<ουσ. κόρις η. Ο τ. κορεός στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες