Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοριτσίστικος -η -ο [koritsístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε κορίτσι: Kοριτσίστικα παιχνίδια / φερσίματα. Kοριτσίστικα ρούχα. Kοριτσίστικο γέλιο. Mια κοριτσίστικη συντροφιά, που αποτελείται από κορίτσια.
κοριτσίστικα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. [κορίτσ(ι) -ίστικος]