Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορεννύω [korenío] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. κόρεσα, απαρέμφ. κορέσει, παθ. αόρ. κορέστηκα, απαρέμφ. κορεστεί, μππ. κορεσμένος και κεκορεσμένος* : 1. (χημ.) φέρνω κτ. στα όρια της περιεκτικότητάς του: H ατμόσφαιρα έχει κορεστεί από υδρατμούς. Kορεσμένο διάλυμα, κεκορεσμένο. || (μτφ.): H αγορά επίπλου έχει κορεστεί. Tο επάγγελμα έχει κορεστεί / είναι κορεσμένο. 2. ικανοποιώ πλήρως το αίσθημα της πείνας ή της δίψας, καθώς και διάφορα πάθη ή παρορμητικές επιθυμίες: Kόρεσα την πείνα μου. Δεν κατόρθωσε να κορέσει την εκδικητικότητά του.
[λόγ. < ελνστ. κορεννύω `χορταίνω΄ σημδ. γαλλ. saturer]