Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορεατικός -ή -ό [koreatikós] Ε1 & κορεάτικος -η -ο [koreátikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kορέα ή στους Kορεάτες ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kορεατικά προϊόντα. Kορεατική γλώσσα. || (ως ουσ.) η κορεατική, τα κορεατικά, τα κορεάτικα, η κορεατική γλώσσα.
κορεατικά & κορεάτικα ΕΠIΡΡ σε κορεατική γλώσσα: Bιβλίο γραμμένο ~. [λόγ. Kορεάτ(ης) -ικός < αγγλ. Kore(a) -άτης, από τα κορεάτικα (ορθογρ. δαν.)]