Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορδώνω [korδóno] -ομαι Ρ1 : τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι από μια αίσθηση υπεροχής και ανωτερότητας: Mην κορδώνεσαι!, μην υπερηφανεύεσαι. Περπατούσε κορδωμένος.
[κόρδ(α)1 -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κορδώνω· κορδώννω.
-
- 1) Τεντώνω χορδή (μουσικού οργάνου ή τόξου):
- (Διγ. Άνδρ. 35329), (Ευγέν. 266).
- 2) Tεντώνω:
- θέλετε την κορδώσειν (ενν. την άλυσον) (Μαχ. 48228).
[<ουσ. κόρδα + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ., καθώς επίσης και τ. κορτώννω, και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. μέσ.]
- 1) Τεντώνω χορδή (μουσικού οργάνου ή τόξου):