Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορδελάς ο [korδelás] Ο1 : (προφ.) χειριστής πριονοκορδέλας.
[κορδέλ(α)ΙΙ2 -άς (διαφ. το μσν. κορδελάς `που κατασκευάζει κορδέλες΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κορδελάς ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει κορδέλες:
- (Κατά ζουράρη 104).
[<ουσ. κορδέλα + κατάλ. ‑άς. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αυτός που κατασκευάζει κορδέλες: