Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορασίδα η [korasíδa] Ο26 : (σπάν.) το κορίτσι. || (αθλ.) ως κατηγορία στην οποία κατατάσσεται μια αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας: Πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων.
[λόγ. < μσν. κορασίς, αιτ. -ίδα < κοράσ(ιον δες στο κοράσι) -ίς (πρβ. μσν. κορασίδα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασίδα η,
- βλ. κορασίς ‑ίδα.
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασιδάτα τα.
-
- 1) Παρθενικός υμένας, παρθενία:
- τη γεναίκα ετούτην επήρα … και δεν ηυρήκα αυτεινής κορασιδάτα (Πεντ. Δευτ. XXII 14 (έκδ. κορασίδατα)).
- 2) Σημάδια, ενδείξεις παρθενίας:
- τα κορασιδάτα της θεγατέρας μου (αυτ. XXII 17 (έκδ. ‑σί‑)).
[<ουσ. κορασίδα + κατάλ. ‑άτα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παρθενικός υμένας, παρθενία: