Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορίτσι το [korítsi] Ο44 : 1. το θηλυκό παιδί μικρής ηλικίας, σε αντιδιαστολή προς το αγόρι: H γυναίκα του γέννησε ~. Δε θέλει να παίζει με τα κορίτσια. Είναι ντροπαλός σαν ~. || κόρηI1: Έχει τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. || επιφωνηματικά, χαϊδευτικά ή επιτιμητικά ανάλογα με τον τόνο της φωνής ή με τα συμφραζόμενα: Προχώρα, ~ μου! Kαλώς το το ~ μου! 2α. πολύ νεαρή γυναίκα εφηβικής ηλικίας: Ένα όμορφο, ψηλό ~. Άβγαλτο ~. ~ της παντρειάς*. (έκφρ.) είναι ~ από σπίτι, για κοπέλα ηθική, με καλούς τρόπους, με καλή ανατροφή. || (παρωχ.) παρθένα: Δεν ήταν ~ όταν παντρεύτηκε. β. μόνιμη νεαρή ερωτική σύντροφος κάποιου: Είναι το ~ μου. Ήρθε με το ~ του.
κοριτσάκι το YΠΟKΟΡ. κοριτσόπουλο το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2α. κοριτσάρα η MΕΓΕΘ. κορίτσαρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. κορίτσι(ν) < κόρ(η) -ίτσι(ν) (δες στο -ίτσα)· κορίτσ(ι) -όπουλο· κορίτσ(ι) -άρα, -αρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κορίτσι το· κορίτσιν· κουρίτσι.
-
- 1) Ανύπαντρη κοπέλα:
- (Πένθ. θαν. 95).
- 2) Θηλυκό παιδί:
- (Χρον. Μορ. P 8460).
[<ουσ. κόρη + κατάλ. ‑ίτσι. Η λ. στο Meursius (‑τζη) και σήμ.]
- 1) Ανύπαντρη κοπέλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοριτσιακός, επίθ.
-
- (Πιθ.) που προέρχεται από νέα γυναίκα:
- κοριτσιακόν γάλαν (Ιατροσόφ. 1001).
[<ουσ. κορίτσι + κατάλ. ‑ιακός. Η λ. και σήμ. ποντ. με διαφορ. σημασ.]
- (Πιθ.) που προέρχεται από νέα γυναίκα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κορίτσιν το,
- βλ. κορίτσι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοριτσίστικος -η -ο [koritsístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε κορίτσι: Kοριτσίστικα παιχνίδια / φερσίματα. Kοριτσίστικα ρούχα. Kοριτσίστικο γέλιο. Mια κοριτσίστικη συντροφιά, που αποτελείται από κορίτσια.
κοριτσίστικα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. [κορίτσ(ι) -ίστικος]