Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοράκι το [koráki] Ο44 : 1. σαρκοφάγο πουλί με μαύρο φτέρωμα. || ονομασία διάφορων πουλιών που ανήκουν στην ίδια οικογένεια. 2. (μτφ.) α. (μειωτ., οικ.) ο κατ΄ επάγγελμα νεκροπομπός· υπάλληλος γραφείου κηδειών, ο οποίος, ντυμένος με μαύρο κουστούμι, μεταφέρει το φέρετρο με το νεκρό. β. άνθρωπος αρπακτικός που με επιτηδειότητα εξαπατά τους αφελείς: Έπεσαν επάνω του (σαν) τα κοράκια. || έξυπνος και ικανός απατεώνας. γ. ως χαρακτηρισμός μαθητή πολύ μελετηρού και έξυπνου.
[ελνστ. κοράκιον υποκορ. του αρχ. κόραξ (δες στο κόρακας)]
- κορακιάζω [korakázo] Ρ2.1α μππ. κορακιασμένος : (οικ.) διψάω υπερβολικά.
[κόρακ(ας) -ιάζω (από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak `στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι]
- κορακίζω.
-
- I. (Ενεργ.) αγκιστρώνω κ., γαντζώνω:
- (Μαχ. 4645).
- II. (Μέσ.) είμαι αγκιστρωμένος, σκαλωμένος:
- ευρίσκει το (ενν. το όρνιον) κρεμασμένον εις κανέναν δενδρόν ή κορακισμένον απέ τα κοντά (Ασσίζ. 20022).
[<κυπρ. κορακώ (παλαιότ. ‑όω, επιγρ., L‑S Suppl.· βλ. Andr. και Χατζ., Λεξ.) κατά τα ρ. σε ‑ίζω. Τ. ‑τζίζω σήμ. κυπρ. (Χατζ., ό.π.). Η λ. στο Βλάχ. με διαφορ. σημασ.]
- I. (Ενεργ.) αγκιστρώνω κ., γαντζώνω:
- κορακίσιος -α -ο [korakís
os] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοράκι: Kορακίσια μύτη. [κοράκ(ι) -ίσιος]
- κορακίστικα τα [korakístika] Ο41 : 1. συνθηματική και ακατάληπτη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να συνεννοούνται μεταξύ τους δήθεν μυστικά, και που δημιουργείται συνήθ. από την παρεμβολή ανάμε σα στις λέξεις της συλλαβής κε. 2. (μτφ., οικ.) ακατανόητα λόγια, είτε αυ τά είναι μια ξένη γλώσσα είτε απόλυτα ειδικευμένη ορολογία: Aυτά είναι ~ για μένα.
[κόρακ(ας) -ίστικα, ουδ. πληθ. του -ίστικος επειδή η κραυ γή του δίνει την εντύπωση του ακαταλαβίστικου (σύγκρ. ελνστ. επίρρ. κορακιστί φθέγγεσθε `μιλάτε ακατανόητα΄)]