Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπρόσκυλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπρόσκυλο το [kopróskilo] Ο41 : (προφ.) 1. χαρακτηρισμός αδέσποτου σκύλου που δεν είναι ράτσας· κοπρίτης. 2. (μτφ., υβρ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη: Mια ζωή κοπρόσκυλο θα μείνει.

[κοπρο- + σκυλ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες