Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπρίτης ο [koprítis] Ο10 θηλ. κοπρίτισσα [koprítisa] Ο27 στη σημ. 2 : (οικ.) 1. χαρακτηρισμός αδέσποτου σκύλου που δεν είναι ράτσας· κοπρόσκυλο. 2. (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη.
[μσν. κοπρίτης `βρομιάρης΄ < κόπρ(ος) -ίτης· κοπρίτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπρίτης ο.
-
- (Σκωπτ.) «βρομιάρης»:
- (Σπανός D 1113).
[<ουσ. κόπρος + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. και σήμ.]
- (Σκωπτ.) «βρομιάρης»: