Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπιαστικός, επίθ.
-
- Που κοπιάζει, εργατικός, πρόθυμος:
- (Αχέλ. 505, 747).
[<αόρ. του κοπιάζω + κατάλ. ‑τικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που κοπιάζει, εργατικός, πρόθυμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπιαστικός -ή -ό [kopxastikós] Ε1 : που προξενεί ή απαιτεί πολύ κόπο, κουραστικός, επίπονος: Kοπιαστική δουλειά. Kοπιαστικό ταξίδι.
κοπιαστικά ΕΠIΡΡ. [μσν. κοπιαστικός < κοπιασ- (κοπιάζω) -τικός]