Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπιάρω [kopxáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) αντιγράφω πιστά: Tο σχέδιο του κεντήματος / του φορέματος / του επίπλου το έχει κοπιάρει από φιγουρίνι / από τα εκθέματα του μουσείου. || μιμούμαι (ως προς το ντύσιμο, τη συμπεριφορά κτλ.).
[ιταλ. copiar(e) -ω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπιάρω.
-
- Αντιγράφω:
- (Μαχ. 5035 χφ O κριτ. υπ).
[<ιταλ. copiare. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αντιγράφω: