Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπιάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κοπιάζω.
– Βλ. και κοπιώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Αμτβ.
      • 1) Καταβάλλω κόπο, προσπάθεια, μοχθώ:
        • (Κορων., Μπούας 113
        • πολλά εκοπιάσαμεν όλην τη νύκταν (Μαχ. 26611
        • εκοπίαζε διά την ορθοδοξίαν (Σταυριν. 1143).
      • 2)
        • α) Υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι:
          • να γυμνάζονται και να κοπιάζουν ικανά διά να αρμόζονται καλά τα σώματα (Σοφιαν., Παιδαγ. 111
          • όσοι δι’ αυτήν κοπίασαν πολλά τους ετιμήσε (Κορων., Μπούας 147
        • β) αισθάνομαι κούραση:
          • εκοπίασεν και έππεσε να κοιμηθεί (Μαχ. 6237).
      • 3) Έρχομαι, φθάνω:
        • Κοπιάσετε κι η στράτα σας σπλάγχνος και καλοσύνη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55825).
      • 4) Πηγαίνω, προχωρώ:
        • Μηδέν κοπιάτε παραμπρός (Ερωφ. Δ´ 427
        • Βούλομαι να κοπιάσω στον τόπον οπού ορίζει ο Θεός (Χούμνου, Κοσμογ. 1247).
      • 5) Ως ευγενική πρόσκληση ή παράκληση με τις σημασ. 3, 4 = λαβαίνω τον κόπο να …:
        • (Μαρκάδ. 292), (Ερωτόκρ. Ε´ 237).
    • Β´ Μτβ.
      • 1) Κάνω ή κατορθώνω κ. με κόπο:
        • ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα (Ερωτόκρ. Α´ 2067).
      • 2) Κουράζω κάπ., ταλαιπωρώ:
        • πρέπει να κοπιάζομεν το σώμα τόσον όσον να μη γινόμεθα κατάστυγνοι (Σοφιαν., Παιδαγ. 111).
      • 3) Καταγίνομαι με κ., καταπιάνομαι με κ.:
        • καμιάν δουλειάν και αργόχειρον βλέπεσαι μην κοπιάζεις (Χούμνου, Κοσμογ. 2686· Λίβ. Esc. 4405).
  • II. (Μέσ.) κατορθώνω κ. με κόπο:
    • όσά ’πραξεν ποτέ … ανέν κι όσα κοπιάστην να ’χεν είσταιν για σέναν (Κυπρ. ερωτ. 9333).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Γεμάτος κόπους, κοπιαστικός:
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 191).
    • 2) Kουρασμένος:
      • έφτασεν κοπιασμένος κι εκάθισεν ν’ αναπαυτεί (Άσμα διερμ. 199).

[<αόρ. του κοπιώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπιάζω 1 [kopxázo & kopiázo] Ρ2.1α : καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεγάλο κόπο, κουράζομαι πολύ: Kοπιάζει όλη μέρα. Mην κοπιάζεις τόσο! Tου κάκου κοπιάζει, ματαιοπονεί. Kοπίασε πολύ για να βρει σπίτι.

[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. κοπιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπιάζω 2 [kopxázo] : (λαϊκότρ.) προσέρχομαι κάπου, συνήθ. στην προστακτική. α. φιλοφρονητικά: Kοπιάστε μέσα! Kόπιασε να σε φιλέψουμε! Έλα, κόπιασε!, πλησίασε. β. απειλητικά: Aς κοπιάσουν και θα τα πούμε καλά! Για κόπιασε!

[μσν. κοπιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κοπιάζω (δες κοπιάζω 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες