Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπελιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπελιά η [kopelá] Ο24 : (προφ.) η κοπέλα.

[κοπέλ(ι) -ιά (η λ. από νότ. διάλ., ίσως από ροδίτικο τραγούδι που ήτανε της μόδας μετά την ένωση της Δωδεκανήσου)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπελιά η.
  • 1) Κορίτσι, νέα:
    • Σαν όντεν ήμου κοπελιά (Πανώρ. Α´ 283).
  • 2) Κόρη, θυγατέρα:
    • (Στάθ. Α´ 153).
  • 3) Αγαπητικιά:
    • γιατί την κοπελιά μου μου εβάτευε αφέντης σου …; (Στάθ. Γ´ 273).

[<ουσ. κοπέλα + κατάλ. ιά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπελιάρης ο.
  • Νέος άνδρας:
    • ήτουν εικοσιενούς χρονού όμορφος κοπελιάρης (Ερωτόκρ. Β´ 217).

[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες