Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπανίζω [kopanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κονιορτοποιώ κτ. ή απλώς το μετατρέπω σε πολύ μικρά κομμάτια, χτυπώντας το με επαναλαμβανόμενα απανωτά χτυπήματα, συνήθ. μέσα σε γουδί, με ένα βαρύ συμπαγές αντικείμενο (γουδοχέρι, πέτρα κτλ.): ~ καρύδια / αμύγδαλα / κανέλα / μοσχοκάρυδο. Kοπανισμένα αμύγδαλα. Kοπάνιζε το στάρι με το χέρι. || (επέκτ.) χτυπώ δυνατά: Kοπάνιζε το χταπόδι. Οι γυναίκες κοπάνιζαν τα χαλιά στην πλύση, με τον κόπανο. 2. κοπανάω2.
[ελνστ. κοπανίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπανίζω· κουπανίζω.
-
- 1) Χτυπώ στο γουδί και συντρίβω, λειώνω, στουμπίζω:
- (Ιερακοσ. 38312)·
- κοπανίζει το (ενν. το βοτάνι) και το ζουμί του βγάνει (Αλεξ. 93)·
- φρ. κοπανίζω το νερό (εις το ’γδί ή το μουρτίρι) = ματαιοπονώ:
- (Ροδινός 76), (Δεφ., Λόγ. 580).
- 2) Χτυπώ δυνατά:
- ο άρσην (ενν. δενδροκόλαψ) με την μύτην του το δένδρον κοπανίζει (Φυσιολ. (Legr.) 846).
- 3) Ξυλοκοπώ· εξουδετερώνω:
- (Γαδ. διήγ. 529)·
- να τον κοπανίσομεν, να πάρομεν την κόρην (Διγ. Esc. 1392).
[μτγν. κοπανίζω. Ο τ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Χτυπώ στο γουδί και συντρίβω, λειώνω, στουμπίζω: