Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπή η [kopí] Ο29 : σε επίσημο ύφος, το κόψιμο: Aπαγορεύεται η ~ των δέντρων. H ~ της πίτας την πρωτοχρονιά. Aποφασίστηκε η ~ νέου εικοσάδραχμου. Λίρα νέας κοπής.
[λόγ. < αρχ. κοπή]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπή η.
-
- 1) Κόψιμο:
- μίας κοπής και φορεσιάς ρούχα να τα ενδύουν (Φλώρ. 143).
- 2) Κατασκευή του σώματος· σχήμα, κατατομή:
- (Λίβ. (Lamb.) N 301).
- 3) Κοπάδι:
- διάλεξε το κάλλιο μου ταυρί από την κοπή μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1104]).
- 4) Σφαγή:
- επίστρεψε (ενν. ο βασιλεύς των Σοδόμων) από της κοπής του Χοδολλογομόρ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 124v).
[αρχ. ουσ. κοπή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κόψιμο: